- υπερτοξευσιμος
- ὑπερτοξεύσιμοςὑπερ-τοξεύσῐμος2досл. победимый в состязаниях стрелков, перен. преодолимый
μίασμ΄ οὐχ ὑπερτοξεύσιμον Aesch. — неискупимый грех
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μίασμ΄ οὐχ ὑπερτοξεύσιμον Aesch. — неискупимый грех
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερτοξεύσιμος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί 2. μτφ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ξεχάσει ή να μην λάβει σοβαρά υπ όψιν («μίασμ ἔλεξας οὐχ ὑπερτοξεύσιμον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερτοξεύω + κατάλ. σιμος (πρβλ. στρατεύ σιμος)] … Dictionary of Greek
ὑπερτοξεύσιμον — ὑπερτοξεύσιμος to be shot beyond masc/fem acc sg ὑπερτοξεύσιμος to be shot beyond neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)